- συμπιέσασα
- συμπιέσᾱσα , συμπιέζωpressaor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συμπιέζω — ΝΜΑ 1. πιέζω δυνατά, συνθλίβω 2. (κυρίως το παθ.) συμπιέζομαι ελαττώνομαι σε όγκο, περιορίζομαι, μαζεύομαι (α. «οι πλευρές συμπιέζονται» β. «ἡ κοιλία συμπιέζεται ταῑς πλευραῑς», Αριστοτ.) αρχ. 1. κλείνω σφιχτά («ἐφίλησεν οὐχὶ συμπιέσασα τὸ στόμα» … Dictionary of Greek